- ἐπίδαιτρον
- ἐπίδαιτρον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίδαιτρον — ἐπίδαιτρον, τὸ (Α) γλυκό που προσφέρεται μετά το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαιτρός (< δαίομαι «μοιράζω») «αυτός που χωρίζει τις μερίδες τού φαγητού»] … Dictionary of Greek
ἐπίδαιτρον — additional dish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)